Σομαλοί

Σομαλοί
Πληθυσμοί της Αν. Αφρικής, εγκατεστημένοι σε μια μεγάλη περιοχή του αιθιοπικού οροπέδιου. Άραβες γεωγράφοι πιστοποιούν την παρουσία Σ. νομάδων, με τις καμήλες τους και τα γίδια τους, στις όχθες του κόλπου του Άντεν κατά το Μεσαίωνα, γύρω στο 15o αι. Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, οι Σ. πιστεύουν ότι κατάγονται από ευγενείς Άραβες και τη γενιά του προφήτη Μωάμεθ. Υπάρχουν έξι φυλές (Νταρόντ, Ισάκ, Ντιρ, Χαβίγια, Ραχανουέν και Ντιγκίλ), η γενεαλογία των οποίων ανάγεται στους ίδιους προγόνους. Εκτός από τις κοινές ρίζες τους, είναι ενωμένοι μεταξύ τους και με το Ισλάμ, τα ήθη και τη γλώσσα, παρόλο που υπάρχουν πάρα πολλές διάλεκτοι. Γλωσσική και πολιτιστική συγγένεια παρουσιάζουν και με τους γείτονες του Σάχο και Αφάρ ή Ντανακίλ, η δε γλώσσα τους ανήκει σε κλάδο της χαμιτικής οικογένειας. Σχηματίζουν έναν ομογενή λαό, εξαίρεση μέσα στην Αφρική, όπου τα περισσότερα από τα καινούργια κράτη αποτελούνται από διαφορετικά έθνη και γλώσσες. Τα χαρακτηριστικά της εξωτερικής εμφάνισης των Σ. μοιάζουν με εκείνα των Αβησσυνών και των Γκάλα, οι ίδιοι όμως έχουν μεγαλύτερο ύψος, στενή και ίσια μύτη, στενό και μακρύ κεφάλι, αδύνατο σώμα. Το χρώμα του δέρματος του ποικίλλει από το ανοιχτό καστανό έως το μαύρο των νέγρων, ενώ τα λεπτά και κανονικά χαρακτηριστικά τους φανερώνουν την προέλευσή τους από τη χαμιτική φυλή (γένος). Η υπεράνθρωπη προσπάθεια των πληθυσμών αυτών να επιβιώσουν μέσα σε μια έρημο με όλες τις αντίξοες καταστάσεις του τόπου και οι διαρκείς αναζητήσεις τους για νερό και βοσκή των κοπαδιών τους, τους έκαναν σκληρή και πολεμική ράτσα. Στους νομάδες, οι κύριες απασχολήσεις των αντρών είναι ο πόλεμος, η φροντίδα των κοπαδιών, η μελέτη της θρησκείας και της ποίησης. Οι γυναίκες στήνουν και λύνουν τις σκηνές, προσέχουν τα ζώα που βόσκουν και ασχολούνται με τις καθημερινές δουλειές. Οι καμήλες παράγουν το απαραίτητο γι’ αυτούς γάλα και κρέας, μεταφέρουν τις σκηνές και τα σκεύη τους από το ένα μέρος στο άλλο, και δεν ανεβαίνει κανείς σ’ αυτές, εκτός από τους άρρωστους και τους πληγωμένους. Σύμβολο πλούτου αποτελεί η αγορά νύφης, ενώ η πληρωμή αίματος (ντία) μιας φυλής σε άλλη υπολογίζεται σε καμήλες: εκατό για τον άντρα και πενήντα για τη γυναίκα. Μετά τον 15o αι., οι Σ. προωθήθηκαν στα νότια και με επικεφαλής μουσουλμάνους θρησκευτικούς ηγέτες κατάκτησαν ή απώθησαν φυλές Γκάλα ή Νέγρων, ενώ επανέφεραν στη σκλαβιά τους Μπαντού, που ζούσαν κατά μήκος των ποταμών και τους θεωρούσαν κατώτερη κάστα. Από αυτούς τους τελευταίους, τους Γκάλα δηλαδή και τους Μπαντού, οι Σ. έμαθαν να καλλιεργούν τη γη. Χαρακτηριστικός τύπος Σομαλού της Αν. Σομαλίας.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Σομαλία — Κράτος της Ανατολικής Αφρικής η Σομαλία (Tζουμχουρίγιατ ας Σομαλίγια) βρέχεται στα Β από τον Kόλπο του Άντεν και στα Α από τον Iνδικό Ωκεανό. Συνορεύει στα ΒΔ με την Aιθιοπία και στα ΝΔ με την Kένια.H χώρα, που καταλαμβάνει το λεγόμενο «Kέρας της …   Dictionary of Greek

  • Κένυα — Eπίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Κένυας Έκταση: 582.650 τ. χλμ. Πληθυσμός: 31.138.735 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Ναϊρόμπι (2.411.900 κάτ. το 2002)Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει Β με την Αιθιοπία και με το Σουδάν, Δ με την Ουγκάντα, Ν με… …   Dictionary of Greek

  • Τζιμπουτί — Κράτος της ανατολικής Αφρικής. Συνορεύει με την Ερυθραία στα βόρεια, με την Αιθιοπία στα νότια νοτιοδυτικά και με τη Σομαλία στα νότια.Διοικητικά η Δημοκρατία χωρίζεται σε 5 περιφέρειες: Aλί Σαμπίε, Nτικίλ, Tζιμπουτί, Tατζούρα, Γιομπόκ.… …   Dictionary of Greek

  • Σομαλός — ο, θηλ. Σομαλή, Ν 1. κάτοικος τής Σομαλίας ή αυτός που κατάγεται από τη Σομαλία 2. στον πληθ. οι Σομαλοί αφρικανικός λαός που κατοικεί στη Σομαλία, σε μια στενή λωρίδα τού Τζιμπουτί, στην αιθιοπική επαρχία Ογκαντέν και σε τμήμα τής βορειοδυτικής… …   Dictionary of Greek

  • Αιθιοπία — Κράτος της ανατολικής Αφρικής.Συνορεύει στα Β και στα Δ με το Σουδάν, στα Ν με την Κένυα, στα ΝΑ με τη Σομαλία και στα ΒΑ με το Τζιμπουτί και την Ερυθραία.Μετά την απόσπαση της Ερυθραίας (1993), η Α. (αιθιοπ. Γιατγιόπια Μανγκουίστ) δεν έχει πλέον …   Dictionary of Greek

  • αμμοδορκάδα — (ammodorcas). Αντιλόπη που ζει στη Σομαλία και χαρακτηρίζεται από τον μακρύ λαιμό, τα ψηλά και λεπτά πόδια, τη λεπτή και μακριά ουρά και την κατασκευή των κεράτων της, που είναι μεγαλύτερα στο αρσενικό. To τρίχωμά της είναι καστανοκόκκινο στη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”